αλιδινής

αλιδινής
ἁλιδινής, -ὲς και ἁλίδονος, -ον (Α)
αυτός που κλυδωνίζεται από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτήν, που ρίχνεται εδώ κι εκεί, ο θαλασσοδαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + -δονος (< δονῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁλιδινέος — ἁλιδινής sea tossed masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυδινής — βραδυδινής, ές (Α) αυτός που περιστρέφεται αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + δίνης < δινώ ( έω) «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω» (πρβλ. αιθεροδινής, αλιδινής, περιδινής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”